- ωραιόπλουμος
- -η, -οο στολισμένος πολύ ωραία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ωραιόπλουμος — και ωριόπλουμος, η, ο, Ν (ποιητ. λ.) 1. πολύ όμορφα στολισμένος 2. μτφ. όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + πλουμίζω] … Dictionary of Greek
ωριόπλουμος — η, ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. ωραιόπλουμος … Dictionary of Greek
ωριόπλουμος — η, ο βλ. ωραιόπλουμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)